ὀμβρικῶν

ὀμβρικῶν
ὀμβρικός
raining
fem gen pl
ὀμβρικός
raining
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • NEQUINUM — oppid. quod nunc Narnia dicitur ob incolarum libidinosam inertiam sic dictum Plin. l. 3. c. 14. Narnienses; quod oppidum Nequinum ante vocatum est. Stephani epitomator, Νηκουΐα, πόλις Ὀμβρικῶν. Διονύσιος ἑπτακαιδεκάτῳ Ρωμαϊκής ἀρχαιολογίας τὸ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ομβρικός — (I) ὀμβρικός, ή, όν (Α) [όμβρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όμβρο, βροχερός. (II) ή, ό (Α ὀμβρικός, ή, όν) [Όμβριος] 1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Ομβρικοί και Όμβροι λαός τής Ιταλικής Χερσονήσου που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • σατούρνιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αντίστοιχο τού Κρόνου ρωμαϊκό θεό Σατούρνο, κρόνιος 2. φρ. «σατούρνιος στίχος» (μετρ.) στίχος τής λατινικής ποίησης, ιδίως τών Όσκων, τών Ομβρικών και τών Πελιγνών, που αποτελείται από δύο κώλα, από… …   Dictionary of Greek

  • ιταλικοί λαοί — Ονομασία του συνόλου του πληθυσμού της προρωμαϊκής Ιταλίας, που διέφερε στην καταγωγή, στη φυλή και στη γλώσσα από τους Λίγυρες, τους Σικανούς, τους Eτρούσκους και τους Έλληνες αποίκους. Οι νεότερες επιστημονικές υποθέσεις καταλήγουν στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”